φεν

φεν
φεν- and φα- (cf. φόνος), φένω, roots and assumed pres. for the foll. forms, red. aor. 2 ἔπεφνον, πέφνε, subj. πέφνῃ, inf. πεφνέμεν, part. πεφνόντα, pass. perf. πέφατ(αι), inf. πεφάσθαι, fut. πεφήσεαι, πεφήσεται: kill, slay; of a natural death, only Od. 11.135; fig., ἐκ δ' αἰὼν πέφαται, ‘extinguished,’ Il. 19.27.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεν — ο, Ν (μετεωρ.) ονομασία ενός θερμού και ξηρού ανέμου, που οφείλεται στην καθοδική πορεία την οποία ακολουθούν τα αέρια ρεύματα μετά την διάβασή τους από έναν ορεινό όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. foehn < γερμ. Fohn «νοτιάς»] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ἔρριφεν — ἔρρῑφεν , ῥίπτω throw plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔρρῑφεν , ῥίπτω throw perf ind act 3rd sg ἔρρῑφεν , ῥίπτω throw aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

  • διατέτριφεν — διατέτρῑφεν , διατρίβω rub hard perf ind act 3rd sg διατέτρῑφεν , διατρίβω rub hard plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατέτριφεν — κατατέτρῑφεν , κατατρίβω rub down perf ind act 3rd sg κατατέτρῑφεν , κατατρίβω rub down plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέκυφεν — κέκῡφεν , κύπτω bend forward perf ind act 3rd sg κύπτω bend forward perf ind act 3rd sg κέκῡφεν , κύπτω bend forward plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κύπτω bend forward plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκέκυφεν — προκέκῡφεν , προκύπτω point forwards and downwards perf ind act 3rd sg προκύπτω point forwards and downwards perf ind act 3rd sg προκέκῡφεν , προκύπτω point forwards and downwards plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προκύπτω point forwards… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντέτριφεν — συντέτρῑφεν , συντρίβω rub together perf ind act 3rd sg συντέτρῑφεν , συντρίβω rub together plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτριφεν — τέτρῑφεν , τρίβω rub perf ind act 3rd sg τέτρῑφεν , τρίβω rub plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκέκυφεν — ἐκκέκῡφεν , ἐκκύπτω peep out of perf ind act 3rd sg ἐκκύπτω peep out of perf ind act 3rd sg ἐκκέκῡφεν , ἐκκύπτω peep out of plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐκκύπτω peep out of plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”